- τουρλώνω
- μετ.1) нагромождать кучей, складывать горкой; 2) надувать, выпячивать (живот, грудь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουρλώνω — τουρλώνω, τούρλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τουρλώνω — και τρουλώνω Ν [τούρλα] 1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό 2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;») 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
τουρλώνω — τούρλωσα, τουρλώθηκα, τουρλωμένος 1. κάνω κάτι να εξέχει σε σχήμα τούρλας: Τούρλωσε τις κοπριές στο χωράφι. 2. εξογκώνω, φουσκώνω: Τουρλώνει την κοιλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούρλωμα — το, Ν [τουρλώνω] το να τουρλώνει κάτι, η πράξη και το αποτέλεσμα τού τουρλώνω … Dictionary of Greek
τουρλωτός — ή, ό, Ν [τουρλώνω] 1. φουσκωτός, εξογκωμένος 2. αυτός που προεξέχει. επίρρ... τουρλωτά Ν με τρόπο που να προεξέχει κάτι … Dictionary of Greek
τρουλ(λ)ώνω — Ν βλ. τουρλώνω … Dictionary of Greek
τρουλώνω — βλ. τουρλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)